Οι ημέρες που πέρασαν

Περνούν οι ημέρες από πάνω μας,

δεν τις καταλαβαίνεις συνήθως

όμως εκείνες περνούν και πάντα,

πάντα κάτι τραβάνε μαζί τους.

Κάτι από’ μας, άλλοτε μικρό κι άλλοτε μεγάλο.

Βγήκα πριν να περπατήσω στη βροχή και

σκεφτόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που το έκανα.

Να περπατήσω στη βροχή και να είναι νύχτα.

Κάποτε μόλις που άκουγα στάλες έβγαινα στο δρόμο.

Δεν είχε σημασία που θα πήγαινα, μόνο που ήμουν στο δρόμο,

να όξυνα τις αισθήσεις, να ένιωθα τα πράγματα ως είχαν.

Από τότε πέρασαν χρόνια και όπως είπαμε τα χρόνια,

είναι ημέρες, πολλές.

Ποιος ξέρει γιατί δεν συνηθίζω να περπατώ πια στη βροχή.

Ίσως γιατί κρυώνω ή μπορεί να μη βρέχει τόσο,

από την άλλη σα να μεγάλωσα και λιγάκι.

Είναι δηλαδή που πέρασαν οι ημέρες οι πολλές από πάνω μας και πάντα,

πάντα αυτές μας παίρνουν κάτι.

Chinaski

Με την άνοιξη

Στο τέλος λοιπόν, έρχεται πάντα η άνοιξη. Έστω κι αν στις ημέρες μας οι εποχές έχουν γίνει δυσδιάκριτες, η άνοιξη πάντοτε θα έρχεται στο τέλος. Έρχεται να σηματοδοτήσει την αναγέννηση, την ελπίδα, τα χρώματα και έναν άλλο δρόμο που υπάρχει στα πράγματα και τη ζωή. Σηματοδοτεί την αλλαγή και η αλλαγή είναι ανέκαθεν το πιο σταθερό πράγμα στον κόσμο. Και μη βιαστεί κανείς ποτέ να πει πως οι αλλαγές αργούν και τι είναι αυτά που λέμε. Ναι ενίοτε θέλουν αρκετό χρόνο. Μα έστω κι έτσι, παραμένουν το πιο σταθερό πράγμα εκεί έξω.

Δίπλα απ’ τις ράγες ανθίζουν οι ψυχές

Δίπλα απ’ τις ράγες και μέσα στον κάμπο ανθίζουν οι ψυχές,

τώρα που είναι άνοιξη και όλη φύση αναγεννιέται,

έτσι και οι ψυχές, αγαλλιάζουν, χαίρονται,

που δεν της ξέχασαν,

που δεν της έθαψαν,

που ακόμη παλεύουν,

σαν τα μπουμπούκια να αναστηθούν,

της άνοιξης,

που ήρθε και φέτος.

  • Ένας χρόνος μετά..

Φωτογραφήματα

Για τη φωτογραφία τα έχουν πει άλλα ιερά τέρατα της τέχνης και του πολιτισμού κατά το παρελθόν, οπότε ότι κι αν πούμε εμείς σήμερα θα μοιάζει λίγο ή ακόμη και γραφικό. Το θέμα είναι πως στον αιώνα της τεχνολογίας, που όλα είναι εύκολα κι ένα κλικ μακριά, μερικά δηλαδή δέκατα του δευτερολέπτου, μοιάζει να έχει βγει η τέχνη μέσα από την τέχνη, η ψυχή μέσα από τα πράγματα. Ενώ όλα λειτουργούν στην εντέλεια και σε υπερθετικό βαθμό από τεχνολογικής άποψης, υπάρχει κάπου ένα κενό το οποίο μεγαλώνει.

Με τη φωτογραφική στο χέρι όπως πάντα λοιπόν, σε όσους αρέσει αυτή η αποτύπωση των εποχών, σε όσους έχουν μάθει να εκφράζουν τον εαυτό τους μέσω ενός φακού κι ενός κουμπιού, ας μη σταματήσουμε να αποτυπώνουμε τον πραγματικό κόσμο εκεί έξω, έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως τον φτιάχνουμε. Η φωτογραφία είναι ένα ταξίδι στον χρόνο που ποτέ δεν τελειώνει.

Αγιογράφος

Θυμάμαι. Κι όταν θυμάμαι δεν είναι πάντα καλό πράγμα. Το παρελθόν σε άλλους επιστρέφει ως καλή ανάμνηση, σε άλλους ως κακή και σε μερικούς ως μάθημα, μπορεί και όλα τα παραπάνω μαζί. Το παρελθόν έχει την διδακτική του αξία όμως και μάλλον θα πρέπει υπό αυτό το πρίσμα να του δίνουμε σημασία. Να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη δηλαδή, να μαθαίνουμε από αυτά του παρελθόντος.

Θυμάμαι τις αγιογραφίες που σκάρωνα, ο αφελής, την εποχή που πίστευα στην αγιότητα του κόσμου. Αγιογραφίες ζηλευτές, που έγιναν σημαίες και οδήγησαν τους αγιογραφημένους στη γη της επαγγελίας, ενώ κανονικά, σε καμία τέτοια εύκρατη γη δεν θα έπρεπε να είχανε βρεθεί.

Θυμάμαι πως παρότι από την εποχή εκείνη είχα αντιληφθεί το λάθος, πως από αγιογράφος βρέθηκα ξαφνικά να είμαι περίπου μισητός από τους μισητούς, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και δεν θα μπορούσα ποτέ να το πάρω πίσω πια.

Θυμάμαι και αυτό μπορεί να είναι καλό ή κακό μα στα σίγουρα είναι διδακτικό.

«Δεν αφήνω τον γέρο να μπει στο σπίτι..»

Αυτή είναι η απάντηση που έδωσε ο Κλιντ Ίστγουντ (ετών 94),

στον τραγουδιστή της κάντρι Τόμπι Κιθ,

όταν ο τελευταίος τον ρώτησε ποιό είναι το μυστικό του

που παραμένει ενεργός και φωτεινός στην ηλικία του.

«Όταν ξυπνάω κάθε μέρα, δεν αφήνω τον γέρο να μπεί μέσα.

Το μυστικό μου ισχύει από το 1959:

Με κρατώ απασχολημένο.

Ποτέ δεν άφησα τον γέρο να μπει στο σπίτι.

Έπρεπε να τον διώχνω έξω, επειδή όταν έβαζε το πόδι του μέσα,

με ταλαιπωρούσε και με έκανε να περνάω άσχημα,

καθώς δεν άφηνε περιθώριο για τίποτε άλλο εκτός από νοσταλγία.

Έπρεπε να παραμείνω ενεργός, ζωντανός, ευτυχισμένος, ικανός.

Είναι μέσα μας, στη νοημοσύνη, τη στάση και τη νοοτροπία μας. Είμαστε νέοι άνθρωποι με ανεξαρτησία.

Πρέπει να αγωνιστούμε για να μην αφήσουμε «τον γέρο να μπει».

Αυτός ο γέρος μας περιμένει, ανήμπορος και κουρασμένος,

κάπου εκεί έξω, στην άκρη του δρόμου για να μας αποθαρρύνει,

να μας τιμωρήσει με ισόβια για κάτι που κάναμε ή έτσι νομίζουμε.

Τίποτα δεν κουβαλάς ισόβια, εκτός από ακρωτηριασμό ή θάνατο.

Δεν αφήνω να μπεί, το παλιό πνεύμα, το επικριτικό, το εχθρικό,

το μίζερο, το ζηλόφθονο, το μοχθηρό, το ανασφαλές,

αυτό που ανασκαλεύει το παρελθόν μας

για να μας βγάλει στην επιφάνεια παράπονα και παλιούς φόβους,

ώστε να ζούμε στο διηνεκές, παλιά τραύματα και κύματα πόνου.

Πρέπει να γυρίσουμε την πλάτη μας στον ηλικιωμένο γκρινιάρη,

τον γεμάτο οργή και παράπονα, πίκρα και έλλειψη θάρρους,

που αρνείται στον εαυτό του ότι τα γηρατειά μπορούν να είναι

δημιουργικά, αποφασιστικά, γεμάτα φως και χαρά και ελπίδα.

Η γήρανση μπορεί να είναι ευχάριστη, ακόμη και διασκεδαστική,

αν ξέρουμε πώς και που να διαθέσουμε τον χρόνο μας,

αν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε επιτύχει,

ικανοποιημένοι ακόμη και με τις αποτυχημένες προσπάθειές μας,

με την προϋπόθεση ότι κρατάμε τον γέρο έξω από το σπίτι.

Αυτό σημαίνει «να μην αφήνεις τον γέρο να μπει στο σπίτι».

Clint Eastwood

Αυτά τα λόγια άγγιξαν μια χορδή του τραγουδιστή Toby Keith

που τον ενέπνευσαν να γράψει το: “Don’t Leth the Old Main In”. αφιερωμένο στον θρυλικό ηθοποιό.

Κάποια Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα ήταν προ των πυλών όμως αυτό δεν φαίνονταν να επηρεάζει ιδιαίτερα την καθημερινότητα στο βουνό. Το κρύο ήταν τσουχτερό και μάλλον θα έφερνε χιόνι. Ήταν προπαραμονή και ακόμη δέντρο δεν είχαμε στολίσει. Ο Παππούς και η γιαγιά με τόσα γεννητούρια στα πρόβατα και τα γίδια ούτε που το είχανε σκεφθεί. Μουρμουρίζαμε με την αδερφή μου ότι δεν γίνεται να γεννηθεί ο Χριστούλης και να μην έχουμε στολίσει δέντρο με φάτνη και μπαλίτσες.

Στο κατηχητικό, αρκετές ημέρες πριν κλείσει το σχολείο για διακοπές τα είχαμε τακτοποιήσει αυτά τα πράγματα. Το μεσημέρι λοιπόν κατέβηκε ο παππούλης μου στο χωριό για ψώνια, κι έτσι πήρε φάτνη και μερικά στολίδια. Την ίδια ώρα και αφού είχα βγάλει τα στέρφα πρόβατα για βοσκή στα μεγάλα πεύκα, βρήκα ένα όμορφο βένιο και κατάφερα με εκείνο το μικρό σουγιαδάκι που είχα, να του αποσπάσω ένα αρκετά γεμάτο κομμάτι για να μπορέσουμε να το στολίσουμε. Αφού γύρισα και βοήθησα τη γιαγιά να αρμέξει, μαζευτήκαμε στο μικρό σπιτάκι οι τέσσερίς μας όπως πάντα στις γιορτές. Έξω έριχνε ήδη χιόνι από λίγη ώρα πριν. Αφού φάγαμε τραχανά και ζεσταθήκαμε στο τζάκι, η αδερφή μού είχε προετοιμάσει την ατμόσφαιρα για να στολίσουμε το δέντρο μας. Πράγματι το βένιο πέρα από την υπέροχη μυρωδιά του, υποδέχθηκε όλα τα στολίδια που μας είχε πάρει ο παππούς, την φάτνη, το ψεύτικο χιόνι και τα αγγελάκια, καθώς και μια σειρά από μικρά πολύχρωμα λαμπάκια. Σε λίγη μόλις ώρα ήταν όλα έτοιμα και τότε σβήσαμε τα φώτα για να το θαυμάσουμε στο σκοτάδι, παρέα με το ζεστό φως που έβγαζε στο μικρό καλυβάκι η φλόγα από το τζάκι.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας φώτιζε και μοσχοβολούσε και η μυρωδιά του περνούσε έξω από τους τοίχους. Όπως κι εκείνα τα λαμπιόνια, θαρρείς πως έδειχναν τον κόσμο σε ένα τέτοιο βάθος που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Και ίσως να ήταν αλήθεια και δεν ήταν μονάχα η φαντασία μας που κάλπαζε, μαζί με τις σκέψεις για τον Άγιο Βασίλη, για τον Χριστό που γεννάται κάθε χρόνο σε ένα χωριό της Ιουδαίας, για τους μάγους με τα δώρα, για την αγάπη, για τους ανθρώπους.

Εκείνα τα Χριστούγεννα πέρασαν στη μικρή γωνιά της γης παρέα με πολλή αγάπη από ζώα και ανθρώπους και ήρθαν κι άλλα, κι έπειτα συνέχεια φθάνουν. Όμως, εκείνο που δεν φθάνει πια και που απουσιάζει είναι το φως που νόμιζες πως έλαμπε τον κόσμο. Ποιος θα το περίμενε άλλωστε, πως ύστερα από τόσο φως, ο κόσμος θα έμενε για πάντα στο σκοτάδι.

*Κάποια Χριστούγεννα.

“Η Τελευταία Παμπ / The Old Oak” του Κεν Λόουτς

Ο Κεν Λόουτς, «το μαζί» το κινηματογραφεί. Κινηματογραφεί τη δύναμη που υπάρχει σε αυτή τη λέξη, και κινηματογραφεί και τα δεινά της απώλειας που σηματοδοτεί η εξαφάνιση αυτής της λέξης από τις ζωές μας. Γράφει ο Κεν Λόουτς: «Στην οικογένεια του πατέρα μου όλοι ήταν ανθρακωρύχοι. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Και σίγουρα δεν είναι η δουλειά που θα ευχόταν κανείς να κάνουν τα παιδιά του….όμως είχαν δημιουργήσει αξιοθαύμαστες κοινότητες! Και μετά, προς τα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90 τα ορυχεία έκλεισαν. Η Θάτσερ στράφηκε συνειδητά εναντίον των ανθρακωρύχων για να ξεμπερδεύει μαζί τους, της δημιουργούσαν πρόβλημα η δύναμή τους και οι αγωνιστικές τους παραδόσεις. Μετά τη σύγκρουση αυτή οι κοινότητες οδηγήθηκαν στην κατάρρευση. Σήμερα αν οι κοινωνίες μας είχαν σωστό προσανατολισμό, θα γινόταν επενδύσεις και οι άνθρωποι αυτοί θα έβρισκαν μια καινούρια θέση. Δεν θα τους αφήναμε έτσι χωρίς τίποτα, αλλά θα προστατεύαμε τις κοινότητές τους. Αντί για αυτό, στον καπιταλισμό το μόνο που λέγεται είναι το εξής: Σύμφωνοι, το κεφάλαιο καταρρέει, γι’ αυτό και εμείς θα φύγουμε, θα μεταφέρουμε και θα επενδύσουμε τα χρήματά μας αλλού, εγκαταλείποντας ολόκληρες κοινότητες». (Από το βιβλίο Κεν Λόουτς-Έντουαρ Λούι: “Διάλογος για την Τέχνη και την πολιτική”)

Δεν έφυγε ποτέ από την εργατική τάξη ο Λόουτς. Δεν αφέθηκε ποτέ να παρασυρθεί από τα σαλόνια των διανοουμένων και να κοιτάξει την τέχνη του από ψηλά. Και το διαπιστώνουμε κάθε φορά που παρακολουθούμε τις ταινίες του. Συνδέεται με τα συναισθήματα που βιώνουν οι ήρωές του, μπαίνει ανάμεσά τους, αφουγκράζεται τις αγωνίες τους, τις ανασφάλειές τους. Μας μεταφέρει τις συζητήσεις τους, τον λόγο τους, που για τον ίδιο αποτελεί τον γνήσιο πολιτικό λόγο, γιατί εκπορεύεται από τη ζωή τους, από τις επιπτώσεις της κρίσης που έχει κυριολεκτικά διαλύσει τις ζωές όλων, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον δημόσιο λόγο στον χώρο της πολιτικής που δεν αντικατοπτρίζει τις δυσκολίες των ανθρώπων του μόχθου, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός προπαγάνδας επιστρατεύοντας την πλειονότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η δύναμη της ανατροπής βρίσκεται εκεί, στη δύναμη της εργατικής τάξης. Μόνο που η ίδια η τάξη δεν την έχει συνειδητοποιήσει. Ακόμη κι αν κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν μόνοι τους να “τη βγάλουν καθαρή” είτε γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση είτε γιατί έχουν εμπεδώσει το «σώζων εαυτόν σωθήτω». 

Η οικογένειά του ήταν όλοι ανθρακωρύχοι. Δούλευαν 8-10 ώρες στα έγκατα της γης. Και η γη δεν τους πλάκωνε, γιατί υπήρχε η κοινότητα που τους στήριζε. Και αυτό ο Λόουτς δεν το ξεχνά ποτέ. 

“Με έσωσε η φωτογραφική μου μηχανή”, δηλώνει στην ταινία η Γιάρα, πρόσφυγας από τη Συρία. Που έχουν δει πολλά τα μάτια της. Και αλήθεια, τι είναι αυτό που μπορεί να μας σώσει αν όχι η οπτική μας, μία διευρυμένη οπτική απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας; 

Σε ένα εξαιρετικό πλάνο, σε μία σκοτεινή αίθουσα προβάλλονται οι φωτογραφίες των προσφύγων με τη συνοδεία παραδοσιακής μουσικής. Προβάλλεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον όχι μόνο των προσφύγων, που δυνάμει όλοι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθούμε σε αυτή τη θέση, αλλά όλων των απλών ανθρώπων.Το μέλλον που φωτίζεται από την αρμονική συνύπαρξη όλων όσων βιώνουν τις επιπτώσεις μιας παγκόσμιας κρίσης. Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα τα σύνορα καταργούνται, η κοινότητα ξαναχτίζεται από την αρχή και οι διαχωριστικές γραμμές τοποθετούνται εκεί που παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στα συμφέροντα του κεφαλαίου που με την πολιτική του εκφοβισμού θέλει να σπάσει τους συνεκτικούς δεσμούς των ανθρώπων. 

Ολόκληρες πόλεις μετατράπηκαν σε «βιομηχανικά ερείπια» και η ανεργία σε ορισμένες περιοχές έφτανε μέχρι 60-70%. Πολλοί έκαναν λόγο για μια «απόλυτη κοινωνική καταστροφή» ενώ η χώρα ζούσε μια βίαιη μετάβαση. Ο αλκοολισμός και η κατάθλιψη στις περιοχές όπου έκλεισαν τα ανθρακωρυχία εκτινάχθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη. Σε ένα τέτοιο μέρος κάπου στα βορειοανατολικά της Αγγλίας μας μεταφέρει ο Κεν στην τελευταία παμπ που έχει απομείνει και που θα αποτελέσει τον χώρο όπου συναντιούνται οι άνθρωποι – θύματα της παγκόσμιας κρίσης. Από τη μία οι μετανάστες από τη Συρία και ένας αριθμός ντόπιων που επιχειρούν το «άνοιγμα» της παμπ προκειμένου να αποτελέσει τόπο συνάντησης, αλληλεγγύης και προσφοράς προς όλα τα μέλη της κοινότητας, και από την άλλοι οι ντόπιοι εκείνοι που θεωρούν ότι το τελευταίο «δικό» τους που τους αφέθηκε, αυτά τα ψίχουλα του καπιταλισμού που αφήνονται για να κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους, πρέπει να προστατευτεί με νύχια και με δόντια. Προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην εισβολή των ξένων προσπαθώντας να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι τους ανήκει, αρνούμενοι να δουν ότι το μοναδικό «κάτι» που τους ανήκει είναι το αδιέξοδο της κατάστασής τους. Μία κατάσταση που δεν τους κινητοποιεί προς την αναζήτηση λύσεων, αλλά που τους κάνει να βυθίζονται στον βαυκαλισμό της ανωτερότητας που νομίζουν ότι τους εξασφαλίζει η καταγωγή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και ο ετεροκαθορισμός τους μέσα από αυτά. Ένας ετεροκαθορισμός που θέτει σε λειτουργία έναν εξουσιαστικό μηχανισμό που δρα καταστροφικά προς τους άλλους και που μετατρέπει τους ανθρώπους σε αδίστακτα ανθρωπόμορφα τέρατα. 

Βαθιά πολιτικοποιημένος ο Κεν Λόουτς, πιστός πάντα στο ιδανικό του για ένα δίκαιο κόσμο, δημιουργεί ταινίες που θεωρούνται ορόσημα του βρετανικού κοινωνικού ρεαλισμού αγγίζοντας και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ο ιταλικός νεορεαλισμός επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο κινηματογράφησής του και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι η ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «Κλέφτης Ποδηλάτων» (1948) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Και όπως τα περιστατικά και τα πρόσωπα του «Κλέφτη Ποδηλάτων» δεν υποκινούνται ποτέ από τη σκοπιμότητα μιας θέσης, αλλά η θέση ξεπετάγεται πάνοπλη, ακριβώς επειδή δεν έχει διόλου προκληθεί, έτσι και στις ταινίες του Λόουτς έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που οι μοναξιές τους αποτελούν το «εύρημα» που προκαλεί την έκρηξη της αντίθεσης ανάμεσα σε αυτούς και των πολύπλοκων συνθηκών που δημιουργούνται μέσα στην κίνηση της ιστορίας την αντικειμενικότητα της οποίας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει γιατί βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτή την κίνηση. Η πολυπλοκότητα όμως των συνθηκών που συμβαίνουν μέσα σε μία συμπιεσμένη χρονική δράση (οι συνεχείς ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων διαδέχονται η μία την άλλη) με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το άτομο δημιουργούν πάντα την αίσθηση του επείγοντος και του τραγικού. Και αυτό το επείγον και το τραγικό καλούνται οι ήρωες της «τελευταίας παμπ» να το αντιμετωπίσουν και να πάρουν τελικά θέση. Η ανάγκη δημιουργίας και στήριξης της κοινότητας δεν προκύπτει μέσα στην ταινία ως διδακτισμός, αλλά ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Ντι Τζέι κατανοεί τους άλλους, γιατί κατανοεί ότι βρίσκεται στην ίδια θέση με αυτούς. Γιατί μπορεί και αντικρίζει κατάματα τη ζωή του και δεν εξαπατά τον εαυτό του επιρρίπτοντας ευθύνες σε αποδιοπομπαίους τράγους. Γιατί καταλαβαίνει ότι η μοναδικός τρόπος να ξεφύγεις από τη μιζέρια, την κατάθλιψη, το περιχαράκωμα που σου έχει επιβληθεί είναι να να συνδέσεις τη δράση σου με μία σωστή και ανοιχτή πολιτική ανάλυση που θα πρέπει να περνάει μέσα από την οργανωμένη και συνεκτική δράση των ανθρώπων. Η επαφή του Ντι Τζέι με τη Γιάρα τον βοηθά να αντικρίσει και αυτός τη ζωή με μία άλλη οπτική μέσα από έναν «ευρυγώνιο φακό» που δίνει τη δυνατότητα να βλέπει στο βάθος, πιο πέρα από τη μοναξιά του. Να αντικρίζει τη συλλογική μοναξιά των ανθρώπων και τα χίλια δράματα που εμπερικλείονται σε αυτήν. 

Ο 87χρονος σπουδαίος και αξιολάτρευτος αυτός σκηνοθέτης που μας έμαθε να βλέπουμε σινεμά, που αναμφισβήτητα μέσα στην καρδιά της εποχής που περιγράφει σε όλες του τις ταινίες κατορθώνει πάντα να διασώζει έναν επαναστατικό ουμανισμό, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Hollywood Reporter, με αφορμή την τελευταία του ταινία: 

«Απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να ξαναγυρίσω στο πεδίο του σινεμά, σκεπτόμενος Θεέ μου, θα πέσω στον πρώτο φράχτη. Οι ταινίες χρειάζονται κάποια χρόνια και εγώ θα είμαι σχεδόν 90 χρονών. Και οι δυνατότητες όντως μειώνονται. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη ατονεί και η όρασή μου είναι αρκετά χάλια τώρα. Ρεαλιστικά θα ήταν πολύ δύσκολο». 

Και διαβάζοντας αυτά τα λόγια σού δημιουργείται έντονα η επιθυμία να συναντήσεις αυτόν τον άνθρωπο και να του πεις: «Μακάρι Κεν, όλοι μας να είχαμε τη μνήμη και την όρασή σου! Μακάρι…»

Η ταινία του Κεν Λόουτς “Η Τελευταία Παμπ” προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.

*Της Καλίτσας Βλάχου

Αναδημοσίευση άρθρου από https://www.katiousa.gr/

Χειμώνας..

Έχει χρόνια να κάνει χειμώνα κι ας νομίζουμε ότι πέρασαν πολλοί τέτοιοι. Χειμώνα στον καιρό και όχι στην ψυχή γιατί από τέτοιους μάλλον είμαστε χορτασμένοι. Αυτή η εποχή άλλωστε δεν μπορεί παρά να απελευθερώσει, πάντοτε έτσι λειτουργούσε, να καθαρίσει από την βρωμιά και τη σκέψη της. Δεν είναι μόνο αυτά τα τετριμμένα πια περί οικολογικής κρίσης, ούτε που δεν έχουμε νερό να πιούμε. Είναι η γενικότερη αίσθηση του ότι παραμένουμε κι εμείς μαζί με την υπόλοιπη φύση στεγνοί, άνυδροι, λεροί. Κι αυτή δεν είναι μια όμορφη αίσθηση. Προσθέτει στο κενό, προσθέτει στην στενοχώρια. Ο χειμώνας αν έρθει θα είναι ωραίος, γιατί ο ήλιος από μόνος του δεν φθάνει πάντα.

Σε ένα καράβι γεμάτο τέρατα..

Σε ένα καράβι γεμάτο τέρατα που ταξιδεύει νύχτα σε ωκεανό, με τα φώτα να είναι σβηστά και τα νερά να σκάνε από παντού. Το ναυάγιο είναι θέμα χρόνου. Θα ήθελα κάπου εδώ να θέσω ένα ρητορικό ερώτημα. Το ναυάγιο θα επέλθει λόγω καιρικών φαινομένων ή λόγω πληρώματος; Υπενθυμίζεται πως το καράβι είναι γεμάτο τέρατα, με κατ ‘ επίφαση τεχνογνωσία, εμπειρία, ενδιαφέρον, αφού τα τέρατα αυτά, είναι άτρωτα, θα ζούνε το ίδιο ευχάριστα και μέσα στα βαθιά νερά του ωκεανού, όπου κι εκεί θα ψάξουν σαν λυσσασμένα να ρουφήξουν αίμα, απ΄ τα ψάρια κι απ’ τα υπόλοιπα, του είδους τους, καρχαριοειδή.

Φαντάσου πως θα ήταν μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, βγαλμένο από την πλέον τρομακτική κινηματογραφική ιστορία, κάπου σε μια γωνιά εκείνου του πλοίου που ταξιδεύει νύχτα με τα φώτα σβηστά, να ήσουν κι εσύ. Ανάμεσα στα τέρατα, που διψούν για αίμα και να διώχνεις τα νερά με κουβαδάκι. Πόσο απέχει άραγε η πραγματικότητα από τη φαντασία; Από που πηγάζει η φαντασία κι από που εμπνέεται; Θεωρείς τελικά πως εκείνο το καράβι έχει ελπίδες να μη βυθιστεί;